ΝΗSOS ΟΝΕΙΡΩΝ


Ονειροκριτικά 45+2
φοιτητών και φοιτητριών
του ΠΜΣ Κριτικής Παιδαγωγικής
του ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης (2020-2021)


Ονειρεύτηκαν: Αγγελή Θεοδώρα, Αλιφιεράκη Ελευθερία, Ασουμανάκη Ελευθερία, Βαγιωνάκη Μαρία, Γιαννούλη Μαρία, Δαβράδου Ερμιόνη, Δαμιανάκη Κατερίνα, Δασκαλάκη Βασιλεία, Δαφέρμου Αφροδίτη, Δελήμπαση Νικολέττα, Δοκιανάκη Όλγα, Δουλγεράκη Αθηνά, Ζέστα Χριστιάνα, Ζολωτάκη Ευανθία, Καπανταϊδάκη Άννα-Μαρία, Καραμπεσίνη Καλλιόπη, Καριντζαΐδης Νίκος, Κατσολιά Ελένη, Καψίδου Μαρία, Καψογεώργου Παρασκευή, Κορσιανού Χαρίκλεια, Κουτσάκη Αρτεμησία, Λιουδάκη Γεωργία, Μανδρέλας Γιώργος, Μανουσάκη Γαρυφαλιά, Μαυρογιαννάκη Κατερίνα, Μπαμπαλή Θεοδώρα, Νεμπαυλάκη Άννα, Παπαδοπούλου Ευαγγελία-Μυρτώ, Παπαοικονόμου Βασιλική, Περιστερίδη Ευρυδίκη, Ριτζάκη Αλκυόνη, Ρόβας Δημήτριος, Ρουμπεΐδη Αγγελική, Ρούσσου Ισμήνη, Σαμπροβαλάκης Γιώργος, Σιμάκης Ευάγγελος, Σίσκας Γιώργος, Στατήρα Σταυρούλα, Στεφανία Βελή, Τσάνα Μαρία, Τσίντζος Αλέξανδρος, Φασουλά Αναστασία, Χαριτάκης Δημήτριος, Χρηστάκη Βαρβάρα + Μαρία Ιβρίντελη, Γιάννης Ιερωνυμάκης
Ιδέα/ Σχεδιασμός: Αντώνης Χουρδάκης
Συλλογή/ Επεξεργασία ονείρων: Γιάννης Ιερωνυμάκης
Γραφικά: Γιώργος Πανταζής
Ψηφιακή Υλοποίηση: Νίκος Καπελώνης
Ποιήματα: Νίκος Παπαδάκης / Απαγγελία: Αφροδίτη Κριτσωτάκη

Βρισκόμουν στην τάξη που δίδασκα πριν 4 χρόνια. Στην τάξη αυτή ήμουν παράλληλη στήριξη σε ένα παιδί με αυτισμό που αδυνατούσε να επικοινωνήσει λεκτικά. Στο όνειρό μου ο μαθητής μου, μου μιλούσε κανονικά, μου εξέφραζε με λόγια τα συναισθήματά του, γελούσε και έλεγε αστεία. Η χαρά που πήρα ήταν απερίγραπτη… αμέσως πλησίασαν και οι συμμαθητές – συμμαθήτριές του και όλοι μαζί αρχίσαμε να συζητάμε, να παίζουμε και να γελάμε δυνατά!

Ξύπνησα από ένα κακό όνειρο. Δεν θυμάμαι πού ήμουν και με ποιους, αλλά ήταν σίγουρα κακό. Θυμάμαι τη γεύση στο στόμα μου όταν ξύπνησα. Δεν θυμάμαι τι έκανα και γιατί, αλλά ήταν σίγουρα κακό. Μια λέξη έχω μονάχα από το όνειρο, μια λέξη για τη γεύση στο στόμα μου.

Στο σταθμό του τρένου με περιμένουν δυο συνάδελφοι, η Άννα και ο Νίκος, με τους οποίους εργάζομαι μαζί τους πάνω από 6-7 χρόνια. Η διάθεσή μου είναι ευχάριστη. Το ίδιο και οι φίλοι. Πήγαμε να φάμε σε μια ταβέρνα με ζωντανή μουσική. Υπάρχει πολύ κόσμος και δυνατή μουσική. Στην συνέχεια, πίνοντας κρασί, ασχολούμαι και θαυμάζω ένα φιλότεχνο μικρό κουταλάκι με μια ιδιαίτερη στρογγυλή λαβή. Όταν κοιτάω προς την παρέα μου, έχουν φύγει και οι δύο από το τραπέζι μας. Νοιώθω πολύ θυμωμένη και στεναχωρημένη. Μεταφέρθηκα στο σπίτι μου, αλλά είμαι ακόμη θυμωμένη. Μπαίνω στο γραφείο μου και εκεί αποφασίζω να δώσω πανελλήνιες εξετάσεις . Μιλώντας στο τηλέφωνο με πληροφορούμαι πως τα μαθήματα για την προετοιμασία των εξετάσεων έχουν αρχίσει δυο μήνες πριν και εξ αποστάσεως. Είμαι απογοητευμένη και πολύ αγχωμένη για το πώς μου ξέφυγε εμένα τέτοιο γεγονός.

Ήμουν σε ένα τεράστιο χωράφι, άγονο, χωρίς χλόη κάτω, σκέτο χώμα. Στη μέση της έκτασης αυτής υπήρχε ένα πολύ ψηλό δέντρο. Ήταν μια ελιά , με πράσινα φύλλα και αμέτρητα κλαδιά. Παρατήρησα όμως το εξής παράξενο. Οι καρποί της, οι ελιές δηλαδή, βρισκόταν όλες κάτω στο ξερό χώμα και ήταν μικρές σε μέγεθος, άγουρες, με πράσινο χρώμα. Κι εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα για ποιο λόγο άραγε να συμβαίνει αυτό.

Δίπλωνα χρωματιστές μπλούζες σε ένα ηλιόλουστο δωμάτιο μαζί με τον γιο μου. Τότε από την πόρτα εμφανίστηκε μια φίλη μου με τον μικρό της γιο. Έπειτα ξεκινήσαμε να περπατάμε παρέα και καταλήξαμε να δοκιμάζουμε γυαλιά ηλίου.

Βρέθηκα να περπατώ μόνος σε μια πλατεία που δεν μου ήταν γνώριμη. Από τις πινακίδες κατάλαβα ότι ήταν μια περιοχή της Αθήνας. Ο καιρός ήταν καλός και θύμιζε ανοιξιάτικο απόγευμα. Έβλεπα στον δρόμο αρκετό κόσμο. Μερικοί φορούσαν μάσκα, άλλοι όχι. Λίγο παραπέρα κάποια παιδιά έπαιζαν μπάλα. Σε μια στιγμή η μπάλα ήρθε στα πόδια μου, την κλώτσησα προς το μέρος τους και με κάλεσαν να παίξουμε. Φορώντας την μάσκα μου, άρχισα να παίζω μαζί τους. Κάποια στιγμή κουράστηκα και κατέβασα την μάσκα . Ένιωσα ένα σκούντημα στην πλάτη και γυρνώντας αντίκρισα έναν αστυνομικό. Μου είπε ότι θα μου κόψει πρόστιμο. Τον κοίταξα απορημένος. Του είπα πως το έκανα μόνο για μια στιγμή, εξάλλου δεν ήμουν ο μόνος. Δε δεχόταν τίποτα. Του είπα μετά, δεν μπορείς να με γράψεις, εφόσον δε γνωρίζεις ποιος είμαι. Κοίταξα το βλέμμα του. Ξεκίνησα να κάνω ένα βήμα προς τα πίσω, ύστερα ένα δεύτερο. Τον είδα πως πήγε να αντιδράσει και ξεκίνησα να τρέχω. Ξεκίνησε κι αυτός κι αυτό πίσω από μένα, φώναζε. Έτρεχα κάποια ώρα και ένιωθα το σώμα μου να πονάει. Κοίταξα πίσω μου και πλέον δεν με ακολουθούσε κανείς. Ούτε φωνές άκουγα. Ήξερα όμως πως ο αστυνομικός με ακολουθεί. Μπροστά μου αντίκρισα μια εκκλησία με ανοιχτό προαύλιο. Υπήρχε αρκετός κόσμος. Το πίσω μέρος της εκκλησίας οδηγούσε σε αδιέξοδο και ήταν ήρεμα. Έκατσα στο έδαφος. Ένιωθα ελεύθερος. Ξαφνικά άκουσα σειρήνες...

Βρέθηκα κι εγώ να φοβάμαι για το μέλλον...Πάνω που είχα πάρει απόφαση να "βγω" απ' το προσωπικό μου κελί, να αρχίσω να ζω ξανά, το κελί έγινε μεγαλύτερο, όλη η κοινωνία είναι τώρα μέσα.

Είναι καλοκαίρι και μπαίνω σε κάποιο χώρο μετά από έντονη σωματική δραστηριότητα κάτω από τον καυτό ήλιο. Πολύ βιαστικά, πήγα να βάλω νερό στους υπόλοιπους έξω. Τρέχοντας στο διάδρομο, ακριβώς δίπλα στην πόρτα, προσπέρασα τον παππού μου, ο οποίος είχε πεθάνει σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα. «Καλώς τα παιδιά μου!», τα λόγια του. Τα τελευταία χρόνια του τα πέρασε παλεύοντας με βαριά μελαγχολία, έπειτα με άνοια. Βλέποντάς μας, γνώριζε πως είμαστε κάποιοι δικοί του, αλλά δε μπορούσε να θυμηθεί ποιοι. Ήταν έντονη έκπληξη, ακούγοντάς τον να μιλάει κανονικά, όπως τόσα χρόνια πίσω. Θέλησε να μάθει αν είμαστε όλοι εντάξει, για να φτάσει να με ρωτήσει αν εγώ έχω τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές μου, αν έχω ρυθμίσει το χρέος μου απέναντι σε όσους ξέρω. Του απάντησα πως δεν είχα παράπονο, αν και υπήρχαν ακόμα πράγματα που έπρεπε να τακτοποιήσω και για άλλα να επανορθώσω. Η απάντησή του ήταν πως θα πρέπει να κανονίσω τους λογαριασμούς μου με όλους και να φροντίσω να είμαι εντάξει με τους πάντες, να μην αφήσω τίποτα ημιτελές που θα μετάνιωνα, γιατί σε τρία χρόνια… Μέχρι εκείνη την ώρα απλά τον άκουγα, αλλά βλέποντάς τον να σταματά, γύρισα και τον είδα να με κοιτά χαμογελαστός στα μάτια. «Εννοείς…;», τον ρώτησα, και χαμογελώντας μου έγνεψε καταφατικά.

Φουρτουνιασμένη θάλασσα , κύματα να σκεπάζουν τα βράχια.

Έχω νιώσει αδικία από τον "Χ ". Του φωνάζω πάρα πολύ και με πολύ θυμό ότι δεν θα του επιτρέψω να με ξανα-αδικήσει!! Του τα λέω έξω από τα δόντια…γνωρίζοντας όμως ότι ποτέ δεν πρόκειται να αλλάξει.

Το σπίτι είχε πλημμυρίσει, προσπαθούσαμε να το φτιάξουμε. Βγάζαμε τα έπιπλα, σκουπίζαμε και ταυτόχρονα μάθαμε ότι η ξαδέρφη μου είναι έγκυος και θα μεγάλωνε μόνη της το παιδί της.

Οι μαθητές μου. Γελάνε! Δεν τους ακούω. Γιατί δεν τους ακούω; Είναι πίσω από το τζάμι; Πρέπει να πάω. Είναι μικρά παιδιά. Αν κάτι πάθουν…

Έστειλα sms; Πού είναι το κινητό μου; Δεν το φτάνω, δεν το βρίσκω, έχει βγάλει πόδια και τρέχει σαν τρελό και…. Πώς θα πάω; Πού είναι οι άλλοι;

Είμαι στη θάλασσα . Είναι όμορφα και γαλήνια. Απλά και ήρεμα. Θέλω να κολυμπήσω. Επιτρέπεται; Απαγορεύεται; Και η θάλασσα σκοτεινιάζει, αγριεύει. Και πνίγομαι. Δε μου αρέσει να φοβάμαι. Προσπαθώ να κολυμπήσω και ξαφνικά ο ουρανός.

Είμαι σε μια καφετέρια. Μόνη με την κόρη μου. Έξω βρέχει. Έχει πολύ κόσμο. Νιώθω ασφυκτικά. Μια οικογένεια κάθεται δίπλα μου και μου μιλάει. Η κόρη μου βγαίνει να παίξει. Σε λίγο την αναζητώ. Πού είναι; Δεν μπορώ να τη βρω. Μπαίνω σε ένα ασανσέρ, κατεβαίνω κάτω. Είναι η θάλασσα. Πουθενά το παιδί. Επιστρέφω στην καφετέρια. Τη φωνάζω. Δεν απαντά κανείς. Πανικός. Άγχος. Φόβος.

Ονειρεύτηκα τις παρέες με τους φίλους που τώρα δεν τους βλέπουμε… είναι μερικά χιλιόμετρα μακριά βλέπεις! Απαγορεύεται! Ονειρεύομαι να χορεύουμε και να τραγουδάμε όλοι μαζί αγκαλιασμένοι!

Είμαι μαζί με τέσσερις κολλητούς , παιδικούς μου φίλους, αλλά στην τωρινή μας ηλικία, μέσα σε ένα μικρό αμάξι – ο ένας πάνω στον άλλο – και πηγαίναμε ταξίδι σε κάποιο άγνωστο μέρος. Η διαδρομή στο αμάξι είχε πού γέλιο, πειράγματα και διασκέδαση. Μετά από μια σχετικά σύντομη διαδρομή, φτάσαμε σε ένα χωριό ορεινό, μέσα στη φύση, με πολλά δέντρα, καθαρό αέρα, το οποίο ανακαλύψαμε, περπατώντας το. Θυμάμαι έντονα τις βαθιές ανάσες που έπαιρνα. Λίγο αργότερα βρεθήκαμε ως δια μαγείας να καθόμαστε σε ένα τραπέζι εξωτερικού χώρου μιας καφετέριας αστικής περιοχής δίπλα από κεντρικό δρόμο που περνούσαν αυτοκίνητα, να πίνουμε καφέ και να γελάμε δυνατά. Μετά βρισκόμασταν και πάλι στο αμάξι. Ξαφνικά, βρεθήκαμε σε ένα δωμάτιο με μια πενταπλή κουκέτα. Ξαπλώσαμε ο ένας πάνω από τον άλλο και σκεπαστήκαμε για να κοιμηθούμε.

-Λοιπόν, ήμουν φίδι . Αλλά καλό. Κι ο μπαμπάς ήταν.

-Εμένα με είδες;

-Όχι, εσένα όχι. Αλλά όταν σε δω, να σε τσιμπήσω να γίνεις κι εσύ φίδι;

-Ναι, αμέ!

-Μπορώ να το κάνω αυτό;

-Φαντάζομαι ναι.

-Ωραία. Έτσι θα είμαστε οικογένεια και στο όνειρο.

Μια κοπέλα μόνη ζούσε και το διάβασμα αγαπούσε. Η τηλεόραση να λέει για αρρώστια, φόβο, καραντίνα. Δεν μπορούσε να πάει ούτε στη θεία της τη Ντίνα. Άνθρωποι παντού με μάσκες, γάντια, αντισηπτικά. Πού πήγαν οι παρέες κι οι αγκαλιές, βρε παιδιά; Ένας αόρατος εχθρός κυκλοφορεί, δεν πρέπει να την δει έξω ούτε στιγμή. Μέσα περνούσε τον καιρό της, έκανε ταξίδια μακρινά με το μυαλό της. Μια βαλίτσα στο χέρι κρατεί. Να περάσει η καραντίνα ανυπομονεί. Να φύγει μακριά, να ταξιδέψει θέλει. Να πάρει πίσω τη ζωή που της έκλεψαν εν τέλει. Χριστούγεννα όπου να ναι φτάνουν και τα κλάματα την πιάνουν, που δεν μπορεί να κατεβεί, τη στολισμένη πόλη για να δει. Ελπίζει η νέα η χρονιά, να φέρει υγεία, χαμόγελα πολλά. Κανείς να μην είναι μόνος, να φύγει μακριά ο πόνος. Του χρόνου τέτοια μέρα, τον κορωνοϊό να έχουμε κάνει πέρα.

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Είχαμε νοικιάσει ένα σπίτι με πισίνα και με μια μεγάλη παρέα θα γιορτάζαμε τα γενέθλια του μικρού μου γιου. Ψήναμε, γελούσαμε, παιδιά τριγυρνούσαν από δω και από κει. Ξαφνικά ακούμε φωνές. Γυρνάω και βλέπω ότι ο μικρός είχε πέσει στην πισίνα. Άρχιζα να φωνάζω!

Καθόμασταν στο αυτοκίνητο και μιλάγαμε....χαμηλόφωνα. Εγώ και ο γιος μου. Θυμάμαι να του λέω επίμονα ότι πρέπει να επιμείνει, να μην παραιτηθεί. Έδειχνε να μην καταλαβαίνει τι του λέω, και να επιμένει ότι θα πάει....που; Δεν ξέρω. Εγώ αγωνία, φόβο και μετά απόγνωση....Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου, βγαίνω έξω και απομακρύνομαι. Γυρίζω να κοιτάξω πίσω και το αυτοκίνητο λείπει....δεν εκπλήσσομαι. Σαν να το περίμενα ... Νιώθω δάκρυα να κυλούν στα μάτια μου και ψάχνω το κινητό μου να πάρω τον σύζυγος να έρθει να με πάρει....Από τα δάκρυα δεν βλέπω τα νούμερα, αλλά ως δια μαγείας ο σύζυγος είναι μπροστά μου. Έλα μου λέει, γιατί στεναχωριέσαι; Πάω να του εξηγήσω, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω, όσο και αν προσπαθώ.

Είμαι σε ένα σπίτι που υποτίθεται ότι είναι το σπίτι μου και ετοιμάζομαι να βγω. Μου αρέσει ο χώρος μου, μου είναι οικείος, αν και δε θυμίζει σε τίποτα το πραγματικό μου σπίτι, μου αρέσουν τα ρούχα που φοράω, με ικανοποιεί η εικόνα μου στον καθρέφτη. Τελευταία πινελιά, τα παπούτσια . Όμως το ένα από τα δύο δεν μπορώ να το βρω πουθενά. Ψάχνω και ξαναψάχνω. Τίποτα. Αποφασίζω να αλλάξω και να βάλω άλλο ζευγάρι που όμως δεν ταιριάζει. Συμβιβάζομαι δυσαρεστημένη κι εκνευρισμένη. Και ξεκινάω για την έξοδο. Ξαφνικά ο χώρος αλλάζει. Είναι πια ανοίκειος και απειλητικός. Ο εκνευρισμός και η αγωνία μου μεγαλώνουν. Βιάζομαι να τον εγκαταλείψω, όμως δε θυμάμαι προς τα πού είναι η έξοδος. Κάθε πόρτα που ανοίγω οδηγεί σε μια πληθώρα καινούργιων δωματίων που ξέρω ότι με απομακρύνουν ακόμα περισσότερο από την έξοδο. Είμαι πλέον σε ένα λαβύρινθο δωματίων με πόρτες που είναι είτε κλειδωμένες είτε οδηγούν σε νέα δωμάτια. Καταλαβαίνω πως δεν υπάρχει ελπίδα για διαφυγή, παρόλα αυτά συνεχίζω με αυξανόμενη ένταση. Είμαι πλέον σε κατάσταση πανικού !

Βρισκόμουν μόνη σε ένα ψηλό σημείο, από κάτω γκρεμός και απέραντη θάλασσα. Ενώ αγνάντευα, ξαφνικά το βλέμμα μου στράφηκα προς τον γκρεμό . Τρόμαξα απίστευτα στη θέα του, προσπάθησα να μην κοιτάω άλλο κάτω, αλλά έχασα την ισορροπία μου και βούτηξα! Η θάλασσα ήταν βαθιά, φουρτουνιασμένη και τα νερά της παγωμένα. Ήξερα να κολυμπάω, αλλά βούλιαζα ξανά και ξανά και δεν σταματούσα. Ώσπου η θάλασσα ημέρεψε, ξεκίνησα να αναδύομαι και ανακουφισμένη βρέθηκα στην επιφάνεια!

Το μέρος γνώριμο και οικείο...εδώ που περνάω αρκετό χρόνο της ζωής μου...το γραφείο μου... Βρίσκομαι εκεί, όρθια, μπροστά στον υπολογιστή μου, τρομοκρατημένη με το θέαμα που αντικρύζω: άπειρα μικρά και πιο μεγάλα ζωύφια, κατσαρίδες και κάθε λογής αηδιαστικά έντομα έχουν κατακλύσει το δωμάτιο. Είναι αμέτρητα, παντού, σαν σύννεφο...τρομακτική, αηδιαστική και αγχωτική η εικόνα... Έχει πιαστεί η ψυχή μου, φόβος με διαπερνά, άγχος και απόγνωση όταν προσπαθώ να επικοινωνήσω με την απολυμαντική εταιρεία και δεν τα καταφέρνω. Οι συνάδελφοί μου από τα δίπλα δωμάτια, πάντα παρόντες και βοηθητικοί στην πραγματικότητα, είναι παντελώς άφαντοι τώρα…Η πόρτα και το παράθυρο του δωματίου είναι ορθάνοιχτα! Κι όμως, ούτε εγώ ούτε τα ζωύφια μετακινούμαστε προς τα έξω!

Είμαι σπίτι και κάθομαι στην αγαπημένη μου πολυθρόνα χαζεύοντας στον υπολογιστή μου. Κουδούνι! Ποιος να είναι, αναρωτιέμαι. Ανοίγω. Πολύς κόσμος… Δεν αναγνωρίζω κανένα. Πίσω-πίσω ο Νίκος, παλιός συμφοιτητής και φίλος, που πέρυσι τέτοια εποχή πίναμε μπύρες στο Θησείο. Περνάνε μέσα στο σπίτι. Κάθονται. Παίζουμε επιτραπέζιο. Στο πλάι μου εμφανίζεται η Κλάρα. Το αγαπημένο μου λαμπραντορ που μετά από 14 χρόνια έφυγε λίγο πριν την πρώτη καραντίνα. Το παιχνίδι τελειώνει. Δεν κερδίζει κανείς. Φεύγουμε από το σπίτι και ξαφνικά βρισκόμαστε να πίνουμε καφέ σε μια παλιά ξύλινη καντίνα, περιτριγυρισμένη από κέδρους δίπλα στη θάλασσα. Εκεί εμφανίζεται η πρώην κοπέλα μου. Ενθουσιασμένος πάω να τη χαιρετήσω, να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω. Όχι μη μου λέει. Τι κάνεις; Μη με ακουμπάς. Μείνε μακριά. Είμαι άρρωστη . Θα σε κολλήσω. Αναρωτιέμαι, λέει αλήθεια; Ή απλά προσποιείται για να με αποφύγει. Αποσβολωμένος, μη έχοντας καταλάβει τι έχει συμβεί ακριβώς, μπαίνω στη θάλασσα να κολυμπήσω, να ηρεμήσω. Ανοίγομαι να μη βλέπω κανένα και να μην ακούω τίποτα. Είμαι στη μέση του ωκεανού. Δε βλέπω στεριά. Απέραντο γαλάζιο. Ένα κύμα έρχεται καταπάνω μου απειλητικά. Δε μπορώ να κρατηθώ στην επιφάνεια. Πίνω νερό! Βουλιάζω! Πνίγομαι!

Βρισκόμουν στο σπίτι μου με τον σύζυγό μου και τον γιό μου. Όμως, συνέβαινε κάτι πολύ τρομακτικό. Ήμασταν ανθρωποφάγοι και έπρεπε να γεννάμε παιδιά για να τα τρώμε ! Έτσι κι εγώ έπρεπε να σκοτώσω το παιδί μου και αισθανόμουν πολύ δυστυχισμένη! Έβλεπα πως αυτό δεν είναι φυσιολογικό και δεν ήξερα πως να ξεφύγω...Το έκανα και μετά μετάνιωσα. Δεν ήθελα να ζω έτσι.

Ήμουν παιδί την εποχή του covid. Πήγαινα σχολείο, χαρούμενη και ελεύθερη. Ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν βόμβες και να εμφανίζονται από παντού στρατιώτες και διάφορα οχήματα. Πανικοβλήθηκα και έτρεξα στην δασκάλα μου, εκείνη μας έβαλε μέσα στην τάξη. Ο στρατός μπήκε μέσα και μας μοίρασε μάσκες γιατί μολύνθηκε η ατμόσφαιρα και θα πεθαίναμε. Της βάλαμε όλοι αλλά εγώ άρχισα να πνίγομαι και προσπαθούσα να τη βγάλω. Κάποιος ήρθε από πάνω μου και κρατούσε με δύναμη την μάσκα, λέγοντάς μου ότι πρέπει να πιεστώ για να ζήσω. Πιέστηκα για μέρες, ώσπου έβγαλα τη μάσκα γιατί σκέφτηκα πώς δε θέλω να ζω καταπιεσμένη. Την έβγαλα…Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε η δασκάλα μου και με πήγε κάπου, δεν ήξερα πού. Αλλά εκεί ένιωθα καλά. Μέχρι που μια μέρα μας είπε πως μπορούμε να γυρίσουμε πίσω….

Ταξίδευα με την μικρή μου αδερφή στο χωριό του Αη-Βασίλη στο Ροβανιέμι της Λαπωνίας, ζώντας ένα ταξίδι μαγικό… κι έπειτα θα συναντούσα την επιστήθια, αδερφική και λατρεμένη φίλη μου. Είδα τον εαυτό μου να κάθεται πάνω στα σύννεφα τ’ ουρανού και να τα ζωγραφίζει με χρώματα, χιλιάδες χρώματα!

'Ήταν μια καθημερινή μέρα και είχα πάει στη δουλειά μου. Εκεί συνάντησα αρκετά άτομα, τα οποία δούλευαν μαζί μου - στην πραγματικότητα ήταν φιλικά και συγγενικά άτομα. Μόλις τελειώσαμε τη δουλεία - ήταν πλέον αργά το βράδυ - εγώ μαζί με άλλες τρεις κοπέλες μπήκαμε στο ασανσέρ για να κατέβουμε στο ισόγειο του κτιρίου. Ξαφνικά ακούγεται ένας πολύ δυνατός θόρυβος. Το ασανσέρ σταματάει στη μέση του δευτέρου ορόφου. Τα άλλα κορίτσια ήταν σχετικά ψύχραιμα, όμως για μένα ήταν πολύ δυσάρεστο. Ένιωθα ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω και έπρεπε επειγόντως να βγω από εκεί μέσα. Τότε άρχισα να χτυπάω απελπισμένα την πόρτα του ασανσέρ, μήπως κάποιος μας ακούσει κι έρθει να μας βγάλει από εκεί. Έτοιμη να λιποθυμήσω, καθώς ένιωθα ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω...

Ζούσα σε έναν χώρο μαζί με άλλες γυναίκες, κάτι σαν ίδρυμα ή στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μας άφηναν πάνω στα κρεβάτια μας συγκεκριμένα ρούχα που έπρεπε να φοράμε. Εμένα μου είχαν δώσει ένα πράσινο φόρεμα με λευκό γιακά. Κάθε τόσο κάποιες γυναίκες έφευγαν και δεν επέστρεφαν. Είχα καταλάβει ότι κάτι τρομακτικό συνέβαινε και αναρωτιόμουν αν θα ήμουν εγώ η επόμενη... Όταν ήρθε ένας γνωστός μου στρατιωτικός τον ρώτησα: "Δεν βλέπεις τι γίνεται εδώ πέρα; Σίγουρα θα το έχεις καταλάβει!" Αυτός όμως μου είπε ότι δεν καταλάβαινε για τι πράγμα του μιλούσα, πως όλα είναι μια χαρά και με καθησύχαζε. Ένιωθα τόσο θυμωμένη και απογοητευμένη.

Κολυμπάω χαλαρή και ήρεμη στη θάλασσα κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Γύρω μου χαρούμενοι άνθρωποι κολυμπάνε, συζητάνε, παίζουν ρακέτες, απολαμβάνουν τη θάλασσα. Ξαφνικά η θάλασσα αρχίζει να με τραβάει, εγώ αντιστέκομαι προσπαθώντας να παραμείνω στην επιφάνεια. Προσπαθώ να φωνάξω "Βοήθεια", αλλά δεν μου βγαίνει η φωνή. Η θάλασσα συνεχίζει να με τραβάει στον βυθό , νιώθω ανήμπορη να αναπνεύσω.

Τρέχω, τρέχω... Κάποιος με κυνηγάει. Δεν ξέρω ποιος και γιατί. Αν έφταιξα ή όχι. Τρέχω μέσα σε μια πόλη στην οποία όλα είναι ανάποδα. Κτήρια κρέμονται από τον ουρανό. Οι δρόμοι είναι ψηλά και ο ουρανός στο κεφάλι μου. Μα απέχει πολύ, δεν μπορώ να τον φτάσω. Απλά τρέχω, ανάποδα. Συννεφιά, όλα γκρίζα. Ανθρώπους δε βλέπω, ούτε αυτοκίνητα να κινούνται. Μόνο μια πόλη που είναι αναποδογυρισμένη . Δεν κοιτάω πίσω μου, πρέπει να σωθώ . Βλέπω ένα τούνελ στο βάθος . Σκοτεινό. Εκεί θα κρυφτώ, σκέφτομαι. Τρέχοντας, φτάνω στην «ασυλία» του τούνελ. Δε βλέπω μπροστά μου, ούτε γύρω μου. Όλα μαύρα. Όμως συνεχίζω να τρέχω ενστικτωδώς μπροστά. Έρχονται για μένα!

Επιτέλους αρχίζει να φαίνεται φως στο βάθος ... νιώθω λύτρωση, αλλά δεν σταματάω. Επιτέλους βγαίνω στην άλλη μεριά της σήραγγας. Έχω φτάσει, όμως έχω βρεθεί χωρίς τα ρούχα μου. Δεν ξέρω τι συνέβη. Είμαι εκτεθειμένη, απροστάτευτη και μόνη μέσα σε μια πόλη που κανείς δεν με ξέρει, και που δεν τολμώ να ζητήσω βοήθεια από κανέναν. Ντρέπομαι , δεν ξέρω πως να κρυφτώ. Μα το πιο τρομακτικό, κανένας δε νοιάζεται. Κανένας δε με προσέχει. Κανένας δεν με βλέπει. Κανένας δεν ξαφνιάζεται και δεν ασχολείται με το φόβο, την ντροπή και την γύμνια μου.

Είδα έναν κόσμο γεμάτο με την αθλιότητα της ανθρώπινης υποκρισίας. Έναν κόσμο που τα Φουγάρα του, ως ένα άλλο Άουσβιτς , λειτουργούσαν εντατικά. Έναν κόσμο που οι ζωντανές Θάλασσες της μνήμης της παιδικής ηλικίας, είχαν μετατραπεί σε άγονη έρημο.

Έναν πλανήτη συρρικνωμένο σε μια οθόνη SMART phone. Είδα τον εαυτό μου να λαχταράει ένα smartphone και όχι ένα ταξίδι. Ο Πλανήτης αυτός ο Μέγας μικρότερος από ποτέ.

Βρισκόμουν σε ένα άγνωστο αμφιθέατρο με παρευρισκόμενους τους οποίους επίσης δεν γνώριζα και παρουσίαζα μία εργασία, δεν ένιωθα άνετα και ήμουν πολύ αγχωμένη.

Αρχικά, εμφανίστηκε ένα παράξενο, μαύρο, γλιτσερό πλασματάκι , μέσα από μια τρύπα ενός λευκού τοίχου. Έπειτα, με ένα πήδημα έβγαλε αγκαθάκια γύρω του και συνέχισε να κινείται πάνω στον τοίχο. Στη συνέχεια απέκτησε πόδια σε μορφή σκίτσου και άρχισε να χοροπηδάει, αφήνοντας πίσω μου την αρχική αηδιαστική αίσθηση και τον φόβο που μου είχε προκαλέσει. Στην πορεία , έπαιρνε όλο και περισσότερο ανθρώπινη μορφή, χορεύοντας ακανόνιστα σε ένα χαρούμενο ρυθμό. Στο τέλος, ολοκληρώθηκε με τη μορφή κοπέλας , που είχε έντονα χρωματιστά μαλλιά, με κυρίαρχο το γαλάζιο χρώμα!

Ταξιδεύω στη θάλασσα με ένα σκάφος αναψυχής με κατεύθυνση προς τα μέρη μου. Το σκάφος ήταν ένα από τα πολλά που υπάρχουν στην μαρίνα του Ρεθύμνου, τα οποία παρατηρώ στον απογευματινό μου περίπατο. Ήμουν στο τιμόνι και με χαμηλή ταχύτητα ταξίδευα, απολαμβάνοντας το καθαρό θαλασσινό αεράκι και την υπέροχη θέα της θάλασσας. Απλά ταξίδευα.

Ετοιμασίες γάμου …. Ετοιμαζόμουν να παντρευτώ για δεύτερη φορά τον σύζυγό μου, με τον οποίο είμαστε παντρεμένοι εδώ και 13 χρόνια και έχουμε δύο υπέροχα αγόρια!

Είμαι σε ηλικία περίπου πέντε ετών να βρίσκομαι στο σαλόνι του τότε σπιτιού μας . Φοράω ένα κόκκινο βελούδινο φόρεμα με ένα τεράστιο άσπρο γιακά. Σχεδόν κάθομαι στο πάτωμα για να ποζάρω για μία φωτογραφία, χαμογελάω και νιώθω όμορφα. Μάλιστα η σκηνή υπάρχει και σε φωτογραφία. Ξαφνικά εμφανίζεται από πίσω μου ένας εξωπραγματικού μεγέθους ελέφαντας . Γυρνάω και τον κοιτάζω και εκείνος σηκώνει ψηλά τα δύο μπροστινά του πόδια και την προβοσκίδα και βγάζει πολύ δυνατούς ήχους. Εγώ παγώνω και ακούω μία γυναικεία φωνή να μου λέει να τρέξω για να βγω έξω.

Ο φόβος είχε πρόσωπο, κορμοστασιά, χέρια και πόδια. Είχε αράξει στην αυλή ενός σχολείου, σε μια καφετέρια, σε ένα παιγνιδάδικο, στο παλιό βενζινάδικο... Με κοίταγε με μάτια φλογέρα. Έτρεξα να κρυφτώ πίσω από το λεβητοστάσιο, πλάι στα παρτέρια μας με τα χρυσάνθεμα. Έτρεξε κι αυτός. Με βρήκε. Στάθηκε σε τέτοια απόσταση που να μην είναι μακριά, ούτε και κοντά... Στάθηκε ακριβώς πλάι στα χρυσάνθεμα. Προσπαθούσα να μην τον κοιτάζω, μα η ύπαρξή του με πλημμύριζε... Έτρεμα. Ήθελα να ζητήσω βοήθεια μα η φωνή μου ήταν βουβή. Κοίταξα τριγύρω, μήπως βρω κάποιον να μη φοβάται να πιαστώ.

Γιατί δεν είναι εδώ κανείς τριγύρω να με βοηθήσει; Πού πήγαν όλοι; Γιατί είναι άδεια η πόλη; Γιατί φοβάμαι; Γιατί το επιτρέπω; Πήρα μια απόφαση. Να σώσω τα χρυσάνθεμα. Πλάι του είχαν αρχίσει να μαραίνονται... Έπρεπε να αντιδράσω. Ήταν η ώρα. Έκανα ένα δειλό βήμα προς το μέρος του. Τα μάτια μου κλειστά σφιχτά, μην τον αντικρίσω και πισωγυρίσω ... Ένιωθα την αύρα του να σπρώχνει τη δίκη μου. Μου μίλησα. Με καθησύχασα. Με χάιδεψα. Μου έδωσα σύνθημα... Προχώρησα ακόμα ένα βήμα. Πιο αποφασιστικό... Ο φόβος έμοιαζε τώρα να οπισθοχωρεί... Έκανα και δεύτερο και τρίτο βήμα, νιώθοντας υπεροχή. Άλλο ένα βήμα και θα είμαι στα χρυσάνθεμα... Σκέφτηκα. Σήκωσα το κεφάλι - τον κοίταξα κατάματα. Ήταν εντυπωσιακό... Ο φόβος φοβόταν, ο φόβος δείλιαζε μπροστά στα βήματά μου. Χαμογέλασα. «Μη φοβάσαι. Έχουμε δρόμο μπροστά μας», του είπα – μου είπα…

Άκουσα μια φωνή να μου λέει με μεγάλο παράπονο τα εξής: «Σε περίμενα. Ήμουν σίγουρος ότι εσύ θα ερχόσουν να με βρεις. Το είχα δει πριν από πολλά χρόνια στον έναστρο ουρανό και τελικά την τελευταία στιγμή πήρες άλλη στροφή και χάθηκες.»

«Ποιος είναι;» ρώτησα.

«Ποιον έλεγες από μικρή ότι ήθελες να βρεις; Δεν με θυμάσαι καν; Θυμήσου την αποτύπωση του ονείρου σου που έκανες στην πρώτη τάξη του σχολείου. Με τα ιερογλυφικά. Θυμάσαι τώρα;»

«Ποια ιερογλυφικά μου λες;», απάντησα. Έκανα εγώ ιερογλυφικά στην Α΄ Δημοτικού; Είσαι τρελός;»

«Εσείς το λέτε ζωγραφιά. Θυμάσαι; Οι πυραμίδες, ο Νείλος, και εσύ να ψάχνεις να βρεις τον χαμένο Φαραώ. Εκείνον που δεν το ξέρει κανείς. Εκείνος του οποίου το όνομα το έχουν σβήσει από τα αρχεία και τα μνημεία οι εχθροί του. Εκείνος που έχει χαθεί από την ιστορία της χώρας του. Μιλούν ακόμα και για τον Ακενατόν που προσπάθησε να ξεριζώσει τη θρησκεία και τους θεούς μας και μόνο για εμένα δε γνωρίζει κανείς. Και εσύ που είχες ξεκινήσει το ταξίδι, τελικά δεν ήρθες να με βρεις. Θυμάσαι τώρα; Βρες τη ζωγραφιά . Ήταν η αγαπημένη σου ζωγραφιά. Την έχεις κρατήσει, το ξέρω. Το ξέρω ότι εσύ δεν θα έρθεις πια να με βρεις. Όμως αν δεις τη ζωγραφιά θα βοηθήσεις άλλους να με βρουν. Το ξέρω καλά. Είναι γραμμένο στον έναστρο ουρανό και αυτή τη φορά τα σημάδια είναι πιο δυνατά. Θα γίνει σίγουρα. Θα τους στείλεις να με βρουν. Θα βγω στο φως του ήλιου και πάλι. Σε παρακαλώ κάνε γρήγορα. Θέλω να ακουστεί η φωνή μου. Δώσε μου ξανά τη φωνή μου».

Βρίσκομαι σε μια ακατάστατη τραπεζαρία με ακάθαρτο πάτωμα. Κάτω υπήρχαν νερά, υγρά, χαρτοπετσέτες, σπασμένα πιάτα, ήταν βρώμικα . Λες και είχε σηκωθεί κόσμος από ένα μεγάλο τραπέζι. Κι αυτό ήταν σε άσχημη κατάσταση. Μισοφαγωμένα φαγητά στα πιάτα, τα ποτήρια στα τραπεζομάντιλα, λερωμένα όλα. Ο χώρος ήταν σκοτεινός. Δεν υπήρχε κανένας. Πήγαινα πάνω κάτω και ήθελα να καθαρίσω τον χώρο. Νομίζω ότι δοκίμασα ένα σιροπιαστό, αλλά το άφησα ή το έφτυσα.

Ένα πρωί ξύπνησα στο σπίτι μου και ετοιμάστηκα να πάω σε μια "πιθανή" κηδεία . Καθώς είχα μπει στο αυτοκίνητο και ήμουν έτοιμη να αναζητήσω για το χωριό που γινόταν η τελετή, εμφανίστηκε και μπήκε μαζί μου μια πρώην συνάδελφός μου ντυμένη στα μαύρα και έγκυος. Όταν φτάσαμε βρεθήκαμε σε μια πολύ όμορφη αυλή, πετρόχτιστη με λευκές πέτρες. Είχε πολύ κόσμο που καθόταν ήρεμος, στα μαύρα. Στο βάθος έβλεπα ένα φέρετρο. Η κηδεία ήταν της γιαγιάς της παιδικής μου φίλης της Σ. Έτσι, όταν έφτασα, μόνη μου χωρίς τη συνάδελφο, πήγα και βρήκα την άλλη παιδική μας φίλη, τη Β. και την ρώτησα: "Τι έγινε, πέθανε ή ζει ακόμα;". Εκείνη μου αποκρίθηκε πως δεν έχει πεθάνει ακόμα, οπότε αναμένουμε. Λίγο αργότερα πήγα μόνη μου πάνω απο το φέρετρο για να τη δω. Δεν είχε πεθάνει ακόμα, την έβλεπα να κουνάει το χέρι της. Έτσι γύρισα στη Β. και της είπα πως είναι ακόμα ζωντανή.

Μέχρι εκεί θυμάμαι... Η πολυαγαπημένη μας γιαγιά μας άφησε 2 μέρες μετά.

Θυμάμαι τον εαυτό μου μαζί με την μικρή αδερφή μου να είμαστε στην αγορά και να ψωνίζουμε Χριστουγεννιάτικα δώρα για τους φίλους μας. Η μητέρα μου βρισκόταν στο σπίτι με τον αδερφό μου. Ξαφνικά εκεί που όλα ήταν καλά, είδα πλήθος κόσμου να τρέχει πανικοβλημένο προς την αντίθετη κατεύθυνση με αίματα στα χέρια τους και έντρομο βλέμμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο τους. Άκουσα πολλούς πυροβολισμούς από το βάθος και άρχισα να νιώθω φόβο. Άνθρωποι άρχισαν να μεταλλάσσονται σε κάτι άλλο και να επιτίθονται στους υπόλοιπους. Πήρα την αδερφή μου από το χέρι βιαστικά και άρχισα να τρέχω πανικοβλημένος προς την αντίθετη κατεύθυνση κι εγώ. Ύστερα πήρα κατευθείαν την μητέρα μου τηλέφωνο μόλις φτάσαμε στο αυτοκίνητο για να δω αν είναι καλά. Δεν το σήκωνε...

Γίνεται γιορτή στο καινούργιο μου σπίτι. Είναι μια όμορφη ήρεμη βραδιά με φίλους, μουσική και χρωματιστά φωτάκια. Η μητέρα μου με καλεί σε ένα δωμάτιο να μου πει ότι στην ντουλάπα έχει κλείσει κάτι. Βλέπω τη σκιά του, καθώς χτυπάει στην ημιδιάφανη πόρτα της ντουλάπας. Φαίνεται να είναι κάτι τεράστιο και άγριο. Ακούω να βρυχάται. Λέω στην μητέρα μου ότι πρέπει να ενημερώσω τους φίλους μου για να το αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί. Φοβάται μήπως χαλάσει η γιορτή, αλλά εγώ την αφήνω να προσέχει την ντουλάπα μην την ανοίξει κάποιος κατά λάθος και απελευθερωθεί χωρίς με είμαστε έτοιμοι. Έφυγα για να φέρω ενισχύσεις

….Ένα υπέροχο ηλιόλουστο πρωινό ξυπνήσαμε σε ένα ζεστό σπιτικό κάπου στην εξοχή, όπου οι μυρωδιές των λουλουδιών και του υπέροχου ζεστού ψωμιού κατέκλισαν τα ρουθούνια μας. Ο μικρός μου γιος σηκώθηκε με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του και πήγε ευθύς αμέσως στο παράθυρο να εξερευνήσει το νέο περιβάλλον. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να φτάσει στο άνοιγμα και οι φωνές του έφτασαν στα αφτιά μου…. «Μαμά, μαμά έλα δεις!» φώναξε: «Αγελάδα , χορταράκια, λουλουδάκια…. Μαμ-μαμ κοιλίτσα!!». Κατόπιν ήρθε με άρπαξε από το χέρι να βγούμε έξω. Με τα χίλια ζόρια τον έπεισα να αλλάξουμε ρούχα. Νηστικοί και αγουροξυπνημένοι βγήκαμε έξω τρέχοντας. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος που η λάμψη στα μάτια του ήταν σαν φλόγες. Έτρεχε ασταμάτητα πέρα δώθε κυλώντας πολλές φορές το κορμί του στα χορτάρια και σταματούσε μόνο για να εξερευνήσει. Ο ενθουσιασμός του παρέσυρε κι έμενα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έτσι φτάσαμε γρήγορα στο στάβλο του κτήματος και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τις τεράστιες αγελάδες. Όχι μόνο ο μικρός, αλλά κι εγώ κοίταζα αποσβολωμένη το εκτόπισμα του συγκεκριμένου ζώου, μέχρι που ξεκίνησαν οι χιλιάδες απανωτές ερωτήσεις του μικρού… και πριν προλάβουμε να φάμε το υπέροχο πρωινό που κάπου εκεί πήρε κλεφτά το μάτι μου, άκουσα στον ύπνο μου «…..ΜΑΜΑ ΜΟΥ ΕΛΑ….ΚΟΥΝΙΑ ΕΙΜΑΙ…ΕΛΑ!…».

Βρίσκομαι στην παραλία του αγαπημένου μου νησιού. Εκεί δεν υπάρχει νερό, ρεύμα, υπάρχουν ελάχιστα σπιτάκια και το σημαντικότερο: δεν έχει σήμα! Για να φτάσει κάποιος σε αυτή πρέπει να διασχίσει ένα καταπράσινο δάσος. Κάθε φορά αισθάνομαι την ίδια λαχτάρα μέχρι να φτάσω. Κάθε λεπτό της διαδρομής με φέρνει λίγο πιο κοντά στο σπίτι, στην ασφάλεια μου. Στο όνειρο μου προσεγγίζω τη παραλία και κάτι μου φαίνεται διαφορετικό. Ακούγεται φασαρία. Βλέπω ξενοδοχειακές μονάδες, εστιατόρια, καφετέριες, πολλά σκάφη. Με κυριεύει αγωνία, ξεκινάω να τρέχω προς το κόσμο και να τον ρωτάω φωνάζοντας, πότε έγινε αυτό; Ποιος το επέτρεψε αυτό; Λένε ότι έχει συμβεί εδώ και χρόνια. Με ρωτάνε πόσο καιρό έχω να επισκεφτώ το μέρος. Με κοιτάνε σχεδόν με οίκτο. Αρχίζω να τρέχω κλαίγοντας. Φωνάζω δυνατά. Κανείς δε μου δίνει σημασία. Τίποτα δεν είναι το ίδιο. Πώς γίνεται να μην το βλέπουν. Αισθάνομαι μόνη.

Νερά. Νερά παντού. Βρώμικα νερά. Λασπωμένα νερά . Θέλω να περάσω μα δεν ξέρω από πού; Μπροστά μου, πίσω μου, νερά. Οι άλλοι; Απέναντι. Ανήμποροι κι αυτοί. Τους κοιτώ με κοιτούν. Φόβος, αμηχανία. Ροή νερού. Ροή νερού έντονη. Πανικός. Αδιέξοδο. Να φωνάξω. Να φωνάξω για βοήθεια. Όχι. Δεν μπορώ. Δεν έχω φωνή. Δεν έχω δύναμη. Περπατώ. Προσπαθώ. Βρέχομαι. Γλιστρώ. Κάποιον κρατώ από το χέρι. Ένα παιδί νομίζω. Δεν μπορώ να διακρίνω. Το κρατώ κι αυτό. Να περάσουμε απέναντι μαζί. Δε γίνεται. Δε μπορώ. Τι να κάνω; Τι να κάνω;

Σα να ακούω μουσική, προσπαθώ να καταλάβω από ποια θολή γωνία έρχεται, τι μουσική είναι αυτή; Εμβατήρια στρατιωτικού τύπου, παρωχημένα σκυλάδικα, λιβιδινικού περιεχομένου, ποπ…τελικά μια βουή που δεν μ΄ αφήνει να σκεφτώ. Απότομα ξεκαθαρίζει το τοπίο, στέκομαι μπροστά σε ένα πελώριο σε σχέση με μένα άγαλμα. Η μορφή ενός ανθρώπου, αυστηρού, χοντροκομμένου, καθισμένου σε θρόνο αποτελούμενο από κρεβατωμένους ασθενείς με Covid-19, από μυριάδες πάνοπλους μπάτσους , από μικρά κοπέλια που επαιτούν, από σωρούς χρησιμοποιημένων ιατρικών μασκών. Νιώθω απέχθεια και φόβο. Όλο αυτό διακόπτεται… βρίσκομαι μαθητής, στην πρώτη μου πορεία και ακούω τα «έφηβα γεράκια» σαν από μεγάφωνα. Ξανά μπροστά στο άγαλμα, χωρίς βουή, όλα είναι ήσυχα. Το άγαλμα σαν να προσπαθεί να σηκωθεί, σαν να τρέμει, δε είμαι σίγουρος. Δεκάδες σκοινιά με θηλιές ρίχνονται σε αυτό από χαμηλά-δεν βλέπω όμως από που- συνεχίζω να φοβάμαι… αλλά και να ταυτίζομαι με όσους ρίχνουν αυτά τα σκοινιά-εργαλεία αποκαθήλωσης. Δεν καταλαβαίνω πώς, αλλά ενώ τεντώνονται τα σκοινιά, χάνονται-δεν τα βλέπω, παρότι το άγαλμα τρέμει…και μέλη του καταρρέουν-οι εικόνες που αποτελούν τον θρόνο μαυρίζουν. Ξαφνικά βρίσκομαι μακριά από όλα αυτά, είμαι στον κινηματογράφο «Αλκυονίς» και βλέπω τον «Οκτώβρη» του Αϊζενστάιν, συγκεκριμένα την σκηνή της αποκαθήλωσης του αγάλματος του Τσάρου και αυτός καθιστός σε θρόνο. Έχω μπερδευτεί πραγματικά…Επανέρχομαι να βρίσκομαι ανάμεσα σε φίλους, συντρόφους, άγνωστους και όλοι συζητούν σε πηγαδάκια. Νιώθω μια ανακούφιση αλλά δεν ξέρω γιατί. Ξεμπερδέψαμε μου λέει ο Γιάννης, ο κουμπάρος μου. Που εμφανίστηκες εσύ; του λέω με απορία! Ξεμπερδέψαμε, τους γκρεμίσαμε… θα χτίσουμε εμείς τώρα. Είμαι όντως ανακουφισμένος αλλά και με πολλές απορίες… ωραία και τι θα κάνουμε με αυτό , τί με εκείνο; Θα πάμε στο γραφείο Γιάννη, τι λες; Εγώ λέω να πάμε. Αλλά τι θα τους κάνουμε τους διευθυντάδες; Θα τους καθαιρέσουμε ή θα τους αξιοποιήσουμε προσωρινά; …θα κρατήσουμε πολλά για αρχή… οι διευθυντές μάλλον δεν θα είναι από αυτά!

Βρισκόμουν μπροστά σε υπολογιστές και ενώ χρησιμοποιούσα έναν από αυτούς, ξαφνικά οι υπολογιστές έκλεισαν. Κάλεσα κάποιον να επιδιορθώσει το πρόβλημα. Τελικά ο ειδικός δεν κατάφερε να επαναφέρει σε λειτουργία τον υπολογιστή. Άρχισε να με κατακλύζει ένα έντονο αίσθημα άγχους.

Ήμουν στην πρωινή μου εργασία και ήταν η ώρα που σχολάγαμε. Μία από τις συναδέλφους θα με πήγαινε στο σταθμό του τρένου, όπως κάθε μεσημέρι. Όταν φτάσαμε εκεί, εγκαίρως για το τρένο , αν και το έκανα κάθε μέρα, μπερδεύτηκα. Ήμουν σε λάθος πλατφόρμα, με αποτέλεσμα να μην επιβιβαστώ στο τρένο που παίρνω κάθε μεσημέρι. Η συνάδελφος για κάποιο λόγο ήταν ακόμα εκεί. Δεν είχε φύγει, όπως είναι το αναμενόμενο. Άρχισα λοιπόν εξοργισμένη για το χάσιμο του τρένου να ξεφωνίζω, καθώς το επόμενο θα ερχόταν μετά από μια ώρα και θα περίμενα εκεί για μια ολόκληρη ώρα χωρίς να κάνω τίποτα. Ήμουν εξοργισμένη με τον εαυτό μου. Πώς έκανα τέτοιο λάθος και θα πρέπει να περιμένω τόση ώρα, ενώ κάθε μεσημέρι κάνω αυτό το πράγμα. Η συνάδελφος με κοίταγε συγκαταβατικά, δεν μίλαγε καθόλου. Εγώ φώναζα με λέξεις που ούτε είχα οικειότητα με τη συνάδελφο να μοιραστώ, ούτε η ίδια πίστευα ότι εκείνη τη στιγμή μίλαγα τόσο αθυρόστομα και ένιωθα πως δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου και να σταματήσω.

Νίκος Παπαδάκης

Βλέμματα στα ζάρια

ζάρια ποτέ δεν έπαιξα

μα είδα όμως τούτο

στα ζάρια, ένα βλέμμα παίζανε

σα μια ματιά στη σιωπή

με πλείστη όση σοβαρότητα

μακριά από κάθε ευθύνη

λες κι αποφάσιζε η ζαριά

του κόσμου όλου την τύχη

μ’ αλήθεια, κι αυτή

αξίζει πιο πολύ

απ’ του παιδιού, το ένα βλέμμα εκείνο?

Τα ποιήματα Βλέμματα στα Ζάρια, Παρενθέσεις και Ενάντια στο χρόνο προέρχονται από την, ανολοκλήρωτη και αδημοσίευτη, νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Παπαδάκη με τίτλο «Σημεία Στίξης». Βλέπε στα ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ δύο ακόμα ποιήματα.

Νίκος Παπαδάκης

Παρενθέσεις

Στολίζουμε τα σπίτια μας

με δέντρα χριστουγεννιάτικα

και φώτα ολόφωτα, επίμονα, γεμάτα

κι ύστερα έρχεται η στιγμή εκείνη

που όλα να απομακρυνθούν πρέπει

θαρρείς κι ήταν παρενθέσεις ψευδαίσθητες

ζούμε και ζούμε και ζούμε

κι ύστερα τίποτα

τίποτα να μην μένει πια εδώ

στιγμές που σκίζουνε του χρόνου

τις άμωμες σάρκες

κι ύστερα αυτός εκδικητής εξαίσιο

δόλια, θαρρείς περήφανα, με μιας τις αφαιμάσσει

να είναι όλα μάταια, λοιπόν

κι εμείς τυχοδιώκτες προδομένοι κι αφελείς

κι όμως

εκείνη η λάμψη από τα στολίδια

ο ήλιος που εισβάλει από της στιγμής τη χαραμάδα

ένα χαμόγελο παιδικό, που κάποτε ανταμώσαμε

ένα γεμάτο «σ αγαπώ», που κάποτε ακούσαμε

μια αγκαλιά, που άδολα ξοδέψαμε

ποτέ όλα δεν τα δες και ούτε θα τα δεις

μα είδες αρκετά

κι ακόμα πιότερα ένιωσες

κι όλο και κάτι έπραξες

ψευδαίσθητα ή μη

χαράζουν μια γραμμή

ασυνεχή, ποτέ ανεξίτηλη, μα κάποτε παρούσα

κι ήσουν εσύ εκεί

ζώντας κι αναπνέοντας

με μια ανάσα ζωτική, σα ψεύδος αναγκαίο

πνοή να δίνεις στην παρένθεση

μην το ξεχνάς ποτέ αυτό

γιατί άλλο δεν έχει σημασία

Τα ποιήματα Βλέμματα στα Ζάρια, Παρενθέσεις και Ενάντια στο χρόνο προέρχονται από την, ανολοκλήρωτη και αδημοσίευτη, νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Παπαδάκη με τίτλο «Σημεία Στίξης»

Νίκος Παπαδάκης

Ενάντια στο Χρόνο

“In a single great episode of light, you remember everything”

(Thomas Pynchon, Against the Day. Penguin Press, 2006)

όλοι οι προδότες

σαν ελεήμονες σε επισκέπτονται

δώρα γεμάτοι κι ηδονές

το υπεσχημένο κάνουν καλοϊσκιωτο

μόνο και μόνο

ανασφάλειες φθηνές για να αγοράσουν

σ’ ένα πανάρχαιο παζάρι

της φιλίας οι μεταπράτες

ξέρουν καλά από απάτες

ντυμένες με σαγήνη

όλων ο μέγιστος, αρχέγονος και αιώνια ακατάλυτος

ο Μέγας Χρόνος

φτεροκοπάει σα παραδείσιο πουλί

με δέρμα, όμως, νυχτερίδας

να νομίζουμε, μας κάνει

πως εμείς και μόνο εμείς

σοφά επινοήσαμε εκείνη τη σκιά

που πέφτει πάνω μας, ανήλιαγα, μοιραία

στη δυστυχία απαντάμε με ευχές

και μαγικά μαντζούνια αυτοβελτίωσης

σα να μην είναι η σάρκα μας φτηνή

και η ψυχή μας δάνειο απ’ το θάνατο

σφάγιο δύσοσμο και πολυκαιρισμένο

η όποια μας θυσία

δεν εξευμενίζεται ο Μέγας Χρόνος

που σκονίζει την Ιστορία

και ξεγελάει τις ψυχές

πέρα από τον εαυτό σου, είναι δύσκολο να ζεις

και όταν απέλπιδα το κάνεις

ζεις μ‘ ανάσες δανεικές

της Ιστορίας κλοπιμαία

ότι με έλεος σου δόθηκε

Ιερό δεν θα βρεις, να αποθέσεις

ο Χρόνος, ο Μέγας τούτος Θηρευτής

ο Χρόνος είναι Ροβεσπέριος

προδοσία βαφτίζει τον οίκτο

και κοινωνεί με ψευδαισθήσεις

ότι δηλαδή εμείς ονομάζουμε ζωή

γι’ αυτό και μόνο τους προδότες αγαπάμε

καμιά φορά παράφορα, μα πάντα κεκρυμμένα

ποιος θεατρίνος δεν νοιάζεται άραγε

για τις μαριονέτες του, τις βολικές

γδάρε τα δανεικά χαμόγελα

αγκάλιασε το φόβο δυνατά

κι άλλο, το έλεος πάψε λοιπόν να επιδιώκεις

τίποτα πια μην περιμένεις

από μια γενναιότητα, από τη μήτρα της μοιραία ηττημένη

τίποτα, πέραν εκείνου που ακόμα σου αναλογεί

ελευθερία και πάλι ελευθερία

Τα ποιήματα Βλέμματα στα Ζάρια, Παρενθέσεις και Ενάντια στο χρόνο προέρχονται από την, ανολοκλήρωτη και αδημοσίευτη, νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Παπαδάκη με τίτλο «Σημεία Στίξης»

Μετασχημάτισε τη ζωή σου...
και κατόπιν ονειρέψου!